- κονιδία
- κονιδία, ἡ (Μ) [κόνιδα]ψείριασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εργοτίαση — Ασθένεια που προσβάλλει μεγάλο αριθμό αυτοφυών και καλλιεργούμενων αγρωστωδών και ιδιαίτερα τη σίκαλη· προκαλείται από έναν μύκητα γνωστό με την επιστημονική ονομασία Claviceps purpurea της ομάδας των πυρηνομυκήτων (οικογένεια υποκρεϊδών).… … Dictionary of Greek
καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις … Dictionary of Greek
κονιδιακός — ή, ό βοτ. [κονίδιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κονίδια* … Dictionary of Greek
κονιδιοφόρος — ο βοτ. ειδικευμένη μυκηλιακή υφή διαφόρων τύπων που παράγει τα κονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conidiophore < conidi(o) (< conidium < con < κον < κόνις + idium < ίδιον) + phore (< νεολατ. phorus < φόρος <… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
μακροκονίδιο — το (μυκητ.) 1. ασυνήθιστα μακρύ ή μεγάλο κονίδιο 2. καθένα από τα μεγαλύτερου μεγέθους κονίδια ενός μύκητα, σε αντιδιαστολή με τα μικροκονίδιά του … Dictionary of Greek
περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… … Dictionary of Greek
πράσινος — η, ο / πράσινος, η, ον και πράσινος, ον, ΝΑ [πράσον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού 2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν) το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή … Dictionary of Greek
πυκνίδιο — το, Ν (μυκητ.) 1. σφαιρικό ή λαγηνόμορφο κοίλο όργανο ορισμένων μυκήτων μέσα στο οποίο παράγονται τα κονίδια, δηλ. τα αγενή σπόρια 2. ασκόμορφο σποριογόνο όργανο το οποίο σχηματίζεται σε ορισμένους λειχήνες από τον μυκοβιότυπο, είναι βυθισμένο… … Dictionary of Greek
σπερμάτιο — το / σπερμάτιον, ΝΜΑ μικρό σπέρμα, σπορίδιο νεοελλ. βιολ. 1. μικρό ακίνητο κύτταρο που λειτουργεί ως αρσενικός γαμέτης και μπορεί να γονιμοποιήσει ένα ασκογόνιο 2. καθένα από τα κονίδια που παράγονται από ένα πυκνίδιο, αλλ. πυκνιδιοσπόριο αρχ.… … Dictionary of Greek